καί

καί
(κ;
κι') σύνδ. 1) и, да; также, тоже;

εγώ καί συ — я и ты;

δυό καί δυό κάνουν τέσσερα — два и два четыре;

καλό κι' αυτό и это хорошо;
θα πάω κι' εγώ στο θέατρο я тоже пойду в театр; 2) а; εγώ κλαίω, και συ γελάς я плачу, а ты смеёшься; καί συ, Πέτρο; а ты, Пётр?; θα πάω κι' εγώ στο μουσείο, και δεν πας; я тоже пойду в музей, а почему бы тебе не пойти?; 3) даже; τρέμω και να το συλλογιστώ мне страшно даже об этом подумать; αυτό το ξέρει και ένα μικρό παιδί это знает даже малый ребёнок; 4) как; δεν είμαι σαν και σένα я не такой как ты; 5) что; θαρρείς και λέω ψέματα; думаешь, что я вру?; βλέπω κ' έχεις κέφι я вижу, что ты в хорошем настроении; 6) потому что; μην επιμένεις και δεν έχεις δίκιο не спорь, (потому что) ты не прав; 7) или; καί να θέλεις και να μη θέλεις, θα γίνει хочешь ты или не хочешь, но это случится; 8) когда, как, как только; δεν είχα καλά-καλά ξεκινήσει κ' έπιασε η μπόρα не успел я уйти, как начался дождь; 9): τον βρήκα κι' έτρωγε я его застал за обедом; πηγαίνω και σε καταγγέλλω я ведь могу на тебя и пожаловаться;

§ 6*ν καί ( — или καί πού) — хотя;

καί λοιπόν; — и что же дальше?;

καί οι δυό — оба;

κι' έτσι итак;
όλα κι' όλα довольно!, хватит!; ένας κ' ένας один к одному;

καί. ... ακόμη — или ακόμη καί — даже;

καί έπειτα; — ну и что же?;

καί μάλιστα — или καί ... μάλιστα — и даже;

καί όμως — всё-таки, тем не менее, однако;

όμως καί — но и, но если даже;

καί πού είσαι ακόμη! — это ещё не всё;

καί ως τόσο — однако, тем не менее, всё-таки;

ως καί — даже;

αλλά καί — или μα καί — но и;

μιά καί — поскольку, раз, так как;

καί μιά καί δυό — сразу же, немедленно;

όποιος (δσος, б, τι κ.λ.π.) κι' άν (καί να) кто (сколько, что) бы ни...;

καί άν ( — или κι' άν, καί νά) — если (бы);

κι' αν... κι' άν ( — или καί να... και να) — или ... или;

καί άς или κι' άς хотя, пусть (даже)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "καί" в других словарях:

  • και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • και δη — και / καὶ δή, καὶ δὴ καί (Α) βλ. δη …   Dictionary of Greek

  • και δε — καὶ δέ (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και ει — καὶ εὶ, κατά κράση κεἰ (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και νυ κε(ν) — καὶ νὺ κε(ν) (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και ρα — καὶ ῤά (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • καί — and indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»